ξεχειλώνω

ξεχειλώνω
ξεχείλωσα, ξεχειλώθηκα, ξεχειλωμένος
1. μτβ., κάνω κάτι να χαλαρώσει: Τράβα, τράβα το ξεχείλωσες το ρούχο σου.
2. αμτβ., διανοίγομαι στις άκρες, ώστε να χάσω τη φόρμα μου: Ξεχείλωσε το πουλόβερ σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεχειλώνω — ξεχειλώνω, ξεχείλωσα, ξεχειλωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεχειλώνω — [ξέχειλος] 1. (για ενδύματα) χάνω τη φόρμα μου ανοίγοντας στις άκρες 2. χαλαρώνω, ανοίγω κάτι ώστε να χάσει τη φόρμα του …   Dictionary of Greek

  • ξεχείλωμα — το [ξεχειλώνω] το αποτέλεσμα τού ξεχειλώνω, το χαλάρωμα …   Dictionary of Greek

  • αποχάσκω — 1. χάσκω, είμαι αποχαυνωμένος 2. (για ρούχα) ξεχειλώνω 3. (για τοίχους, οικοδομές κ.λπ.) έχω ρωγμή, παρουσιάζω σχισμές ή χάσματα …   Dictionary of Greek

  • ξεχείλωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεχειλώνω (βλ. λ.), το χαλάρωμα, το λασκάρισμα: Το ξεχείλωμα των παπουτσιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”